- εγκάθιση
- η (Μ ἐγκάθισις)τοποθέτηση μέσα σε κάτινεοελλ.1. κοιλότητα όπου προσαρμόζεται άλλο σώμα («εγκάθιση τού ελατηρίου»)2. η κάμψη τών πίσω ποδιών αλόγου όταν αρχίζει να τρέχει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαθίσῃ — ἐγκαθίζω seat in aor subj mid 2nd sg ἐγκαθίζω seat in aor subj act 3rd sg ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθίσηι — ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in aor subj mid 2nd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in aor subj act 3rd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg ἐγκαθίσῃ , ἐγκαθίζω seat in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)